- κατεαγότα
- κατεᾱγότα , κατάγνυμιCat.Cod. Astr.perf part act neut nom/voc/acc pl (attic)κατεᾱγότα , κατάγνυμιCat.Cod. Astr.perf part act masc acc sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συντριπτικός — ή, ό / συντριπτικός, ή, όν, ΝΜ [συντρίβω] ο ικανός να επιφέρει ολοκληρωτική καταστροφή, καταστρεπτικός, ολέθριος νεοελλ. 1. μτφ. α) αυτός που εκμηδενίζει, εξουθενωτικός (α. «συντριπτική νίκη» β. «συντριπτικά επιχειρήματα» γ. «συντριπτική… … Dictionary of Greek